- διάπηξ
- (-ηγος), οβλ. διάπηγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάπηγες — διάπηξ masc nom/voc pl διαπήγνυμι fix imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπηγι — διάπηξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπηξιν — διάπηξ masc dat pl διάπηξις fastening together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γλαγοπήξ — γλαγοπήζ ( ῆγος), ο, η (Α) αυτός που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος («γαυλοὶ γλαγοπῆγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος* + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. αντίπηξ, διάπηξ, επίπηξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek